Το φαράγγι του Λούσιου είναι από τα σημαντικότερα αξιοθέατα της Αρκαδίας. Είναι ένας τόπος ιδιαίτερα φορτισμένος ιστορικά και θρησκευτικά, μια περιοχή σπάνιας και επιβλητικής φυσικής ομορφιάς, ένα από τα πιο επιβλητικά φαράγγια της Ελλάδας. Επίσης, είναι γνωστό σαν το Άγιο Όρος της Πελοποννήσου, λόγω των πολλών και ιστορικών μοναστηριών, ασκηταριών και εκκλησιών του. Ο μοναστικός βίος ήταν πολύ έντονος στην περιοχή, ειδικά κατά την Τουρκοκρατία.
Το όνομά του ο ποταμός Λούσιος οφείλει στην αρχαία Μυθολογία. Σύμφωνα με αυτήν και όπως αναφέρει και ο περιηγητής Παυσανίας, ο νεογέννητος Δίας, λούστηκε κρυφά από τον Κρόνο στις πηγές του ποταμού (Πηγές των Αθανάτων), από τις νύμφες Νέδα, Αγνώ και Θεισόα. Αργότερα ο ποταμός μετονομάστηκε Γορτύνιος από την πόλη της Αρχαίας Γόρτυνας. Ο Παυσανίας θεωρούσε μάλιστα το Λούσιο σαν τον πιο κρύο ποταμό του γνωστού του κόσμου.
Ο ποταμός Λούσιος πηγάζει από την περιοχή της αρχαίας Θεισόας και από την κορυφογραμμή των βουνών των Λαγκαδίων, με ψηλότερη κορυφή το Ψηλό Βουνό (1.503μ.). Οι κυριώτερες πηγές του βρίσκονται κοντά στο χωριό Καρκαλού, όπου και η θέση της αρχαίας κώμης Θεισόας (η περιοχή ανήκει στο δημοτικό διαμέρισμα Ράδου), και βορειότερα στην περιοχή του χωριού Καλονέρι, όπως και στη γειτονική θέση της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής. Τα δύο ρεύματα ενώνονται στο χωριό Καρκαλού και ο Λούσιος στη συνέχεια κατευθύνεται προς τα στενά της Καρκαλούς που αποτελούν το πρώτο τμήμα του φαραγγιού. Η διαδρομή του γίνεται μέσα από ιτιές, λεύκες και λυγαριές. Το ποτάμι περνά δυτικά από τη Δημητσάνα και καταλήγει στον Αλφειό 2.5 χιλ. ΒΔ της Καρύταινας, έχοντας διανύσει 26 χιλιόμετρα και διασχύσει ένα από τα ωραιότερα φαράγγια της χώρας. Το ποτάμι είναι ιδιαίτερα ορμητικό. Ακόμη τους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες έχει μια ροή που φτάνει τα 8-9 κυβικά μέτρα το δευτερόλεπτο.
Το φαράγγι έχει άγρια και παρθένα ομορφιά με οργιαστική και πλούσια βλάστηση που συνδυάζεται ιδανικά με την αγριάδα των κοφτών γκρίζων και απότομων βράχων. Είναι γεμάτο από αείφυλλα και πλατύφυλλα είδη και σε πολλά σημεία από κυπαρίσσια. Οι πλαγιές του είναι γεμάτες από πουρνάρια, γαύρους, δάφνες, βάγια, αγριελιές, σφεντάμια, αριές, αφάνες, σφάκες, ιτιές, πλατάνια, λεύκες, λυγαριές, μυρτιές,οστρυές, κλήθρες, φτελιές, σορβιές και διάφορα αναρριχητικά φυτά. Ιδιαίτερα την άνοιξη η πλούσια χλωρίδα δίνει ένα πλούτο χρωμάτων και αρωμάτων σαγηνεύοτας τον επισκέπτη. Τις ανατολικές πλαγιές του και μερικές βορινές σκεπάζουν έλατα που αποτελούν απολήξεις των δασών του Μαινάλου.
Η πανίδα του φαραγγιού είναι πλουσιότατη. Δυτικά των στενών της Καρκαλούς υπάρχει μεγάλη ποικιλία πουλιών, όπως ο πετροκότσυφας, ο γαλαζοκότσυφας και ο θαμνοψάλτης, καθώς και ερπετά όπως σαύρες και σπιτόφιδα. Στις ομαλότερες περιοχές συχνάζουν κουνάβια, σαϊτες, δεντρογαλιές, οχιές, ξεφτέρια, νυφίτσες, κοράκια, αγριοπερίστερα, βλαχοκιρκινέζια και κάργιες. Στο ποτάμι υπάρχουν βίδρες, που δεν βρίσκουν αρκετά ψάρια, αλλά αρκούνται στα άφθονα καβούρια, όπως και νερόφιδα που κυνηγούν γυρίνους. Στη λεγόμενη άγρια ζώνη υπάρχουν ζώα που αναζητούν καταφύγιο και πουλιά που έρχονται για τροφή.
Το φαράγγι εκτός από τη σπάνια φυσική του ομορφιά, έχει μακραίωνη ιστορία και έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα. Ξεκινώντας από τη Δημητσάνα και ακολουθώντας τα παλιά μονοπάτια, εκτός από τα γεφύρια, τα ασκηταριά και τις εκκλησίες λαξεμένες στους βράχους που υψώνονται πάνω από τις όχθες του,συναντούμε σημαντικότατα ιστορικά μοναστήρια, τη Μονή του Τιμίου Προδρόμου, τη Μονή Φιλοσόφου, τη Μονή Αιμυαλών, τη Μονή Καλαμίου Ατσιχόλου και τον Άγιος Ανδρέα Γόρτυνο.
Από το 16ο αιώνα άρχισαν να εμφανίζονται κατά μήκος του Λούσιου ποταμού οι πρώτες βιοτεχνικές εγκαταστάσεις που εκμεταλεύοντο τη δύναμη του νερού. Ήταν ακριβώς η εποχή που ξεκίνησε η οικιστική ανάπτυξη της περιοχής. Με βάση την υδροκίνηση άρχισαν να κατασκευάζονται υδροκίνητες εγκαταστάσεις όπως νερόμυλοι (που άλεθαν κυρίως δημητριακά), μπαρουτόμυλοι, νεροτριβές, βυρσοδεψεία, νεροπρίονα και μαντάνια. Περισσότερες από εκατό υδροκίνητες εγκαταστάσεις, άλλες στις όχθες του ποταμού και άλλες σκαρφαλωμένες στις πλαγιές του φαραγγιού, στη Δημητσάνα, στη Ζάτουνα, στο Ζυγοβίστι, στη Στεμνίτσα και αλλού, συνέτειναν στην οικονομική άνθηση της περιοχής. Από αυτές αξίζει κανείς να επισκεφτεί το συγκρότημα μύλων του Ιωσήφ, κάτω από τη γέφυρα Μπαρμπίνη στο δρόμο Δημητσάνας-Ζάτουνας, τους ιστορικούς Αντωνοπουλαίικους μύλους στην περιοχή της γέφυρας Κοντού κάτω από το Παλαιοχώρι, το συγκρότημα των εγκαταστάσεων του κεφαλαριού του Αϊ-Γιάννη, τους μύλους στην περιοχή Αγίου Δημητρίου (Σαβαλά) στο δρόμο Δημητσάνας-Στεμνίτσας, τις εγκαταστάσεις στη γέφυρα του Ατσίχολου, τα τρία κτίσματα των εγκαταστάσεων των Μονών Φιλοσόφου και Προδρόμου και τις εγκαταστάσεις κάτω από τη Μονή Καλαμίου. Η επικοινωνία μεταξύ των χωριών, των οικισμών, των μοναστηριών και νερόμυλων γινόταν κυρίως από μονοπάτια και πέτρινα γεφύρια. Στη διαδρομή του Λούσιου υπάρχουν δεκαέξι πετρόχτιστα τοξωτά γεφύρια.
Αφήστε μια απάντηση